πλευρικός

πλευρικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πλευρά ή τα πλευρά, στα πλάγια: Η πλευρική αντοχή του πλοίου δεν είναι μεγάλη.
2. (ιατρ.), αυτός που αναφέρεται στις πλευρές του σώματος: Πλευρικός πόνος.
3. αυτός που γίνεται από τα πλάγια: Πλευρική κίνηση τμήματος στρατού στη μάχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλευρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… …   Dictionary of Greek

  • πλευρικά — πλευρικός of neut nom/voc/acc pl πλευρικά̱ , πλευρικός of fem nom/voc/acc dual πλευρικά̱ , πλευρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικῶν — πλευρικός of fem gen pl πλευρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικόν — πλευρικός of masc acc sg πλευρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικοί — πλευρικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικοῦ — πλευρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικούς — πλευρικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρική — πλευρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρικήν — πλευρικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”